- ἀπόκνισμα
- ἀπό-κνισμα, ατος, τό,A that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόκνισμα — ἀπόκνισμα, το (Α) [αποκνίζω] μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι … Dictionary of Greek
ἀποκνίσμασιν — ἀπόκνισμα that which is nipped off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκνίσματα — ἀπόκνισμα that which is nipped off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)